- προαδαμίτες
- οι, Ν(σύμφωνα με μία θεωρία) άνθρωποι που έζησαν πριν από τον Αδάμ.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + Αδάμ + κατάλ. -ίτης. Η λ., στον λόγιο τ. προαδαμῖται, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.